δραματικῶς

δραματικῶς
δραματικός
dramatic
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυστηριακός — ή, ὁ (ΑΜ μυστηριακός, ή, όν) [μυστήριον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”